- φατσάρω
- Ν [φάτσα]1. εμφανίζω2. ναυτ. (για άνεμο) φουσκώνω τα ιστία πλοίου φυσώντας από μπροστά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φατσάρω — φατσάρισα 1. εμφανίζω (βλ. λ.). 2. (ναυτ.), πέφτω πάνω στην μπροστινή όψη των πανιών του πλοίου (για άνεμο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)